Συμβολή του Ποντιακού Ελληνισμού στην ανάπτυξη της Ελλάδας
Ο προσφυγικός πληθυσμός στη δεκαετία 1922-1932 συνέβαλε στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, στην ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, της ναυτιλίας της Ελλάδας και επιπλέον προώθησε τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πνεύματος από τη σύνθεση του μικρασιατικού με το ελλαδικό.
Οι αγώνες των αγροτών, των εργατών και των αστών ενίσχυσαν αποφασιστικά τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Οι κοινωνικοί αγώνες των προσφύγων για μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος έγιναν αιτία για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων.
Πάνω απ' όλα, ο προσφυγικός ελληνισμός ευρύτερα διακρίθηκε και διακρίνεται για τη βαθιά του αγάπη στις τέχνες και τα γράμματα. Η αναπτυγμένη πνευματική υποδομή των περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι διακρίνονταν ιδιαίτερα για τη γλωσσομάθεια και την πολυμάθειά τους, συνετέλεσε στη γρήγορη προσαρμογή τους στο ελλαδικό κλίμα αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή τους στην πολιτιστική πρόοδο ολόκληρης της Ελλάδας. Συγκεκριμένα στη λογοτεχνία, η γενιά του 30 άντλησε θεματικά ερεθίσματα από τη ζωή και τα έθιμα των προσφύγων, ενώ τα εξαιρετικά ακριτικά και ιστορικά τραγούδια του Πόντου, τα θρησκευτικά τραγούδια της Καππαδοκίας, τα ρεμπέτικα της Ιωνίας πλούτισαν και ανανέωσαν με τον βυζαντινό τόνο και το χρώμα τους την ελλαδίτικη μουσική. Οι πολεμικοί ποντιακοί χοροί, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα προσφυγικά σωματεία, τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά τους αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικό τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς του παρευξείνιου ελληνισμού.
Η ελληνοχριστιανική παράδοση διαφυλάχθηκε από τους πρόσφυγες του 1922 αλλά και από τις επόμενες γενιές μέχρι και σήμερα τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Τα θρησκευτικά σύμβολα και τα ιστορικά μοναστήρια (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνας, Θεόδωρος Γαβράς, Παναγία Γουμερά, Άγιος Βασίλειος Λαγκαδά), τα οποία ανιστόρησαν σε διάφορα βουνά της Μακεδονίας, σηματοδότησαν και σηματοδοτούν μέχρι σήμερα τους Έλληνες πρόσφυγες του Εύξεινου Πόντου.
Οι αγώνες των αγροτών, των εργατών και των αστών ενίσχυσαν αποφασιστικά τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Οι κοινωνικοί αγώνες των προσφύγων για μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος έγιναν αιτία για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων.
Πάνω απ' όλα, ο προσφυγικός ελληνισμός ευρύτερα διακρίθηκε και διακρίνεται για τη βαθιά του αγάπη στις τέχνες και τα γράμματα. Η αναπτυγμένη πνευματική υποδομή των περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι διακρίνονταν ιδιαίτερα για τη γλωσσομάθεια και την πολυμάθειά τους, συνετέλεσε στη γρήγορη προσαρμογή τους στο ελλαδικό κλίμα αλλά και στην ουσιαστική συμμετοχή τους στην πολιτιστική πρόοδο ολόκληρης της Ελλάδας. Συγκεκριμένα στη λογοτεχνία, η γενιά του 30 άντλησε θεματικά ερεθίσματα από τη ζωή και τα έθιμα των προσφύγων, ενώ τα εξαιρετικά ακριτικά και ιστορικά τραγούδια του Πόντου, τα θρησκευτικά τραγούδια της Καππαδοκίας, τα ρεμπέτικα της Ιωνίας πλούτισαν και ανανέωσαν με τον βυζαντινό τόνο και το χρώμα τους την ελλαδίτικη μουσική. Οι πολεμικοί ποντιακοί χοροί, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα προσφυγικά σωματεία, τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά τους αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικό τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς του παρευξείνιου ελληνισμού.
Η ελληνοχριστιανική παράδοση διαφυλάχθηκε από τους πρόσφυγες του 1922 αλλά και από τις επόμενες γενιές μέχρι και σήμερα τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Τα θρησκευτικά σύμβολα και τα ιστορικά μοναστήρια (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνας, Θεόδωρος Γαβράς, Παναγία Γουμερά, Άγιος Βασίλειος Λαγκαδά), τα οποία ανιστόρησαν σε διάφορα βουνά της Μακεδονίας, σηματοδότησαν και σηματοδοτούν μέχρι σήμερα τους Έλληνες πρόσφυγες του Εύξεινου Πόντου.
Ο σύγχρονος ιστορικός μελετητής ανακαλύπτει το κοινό πολιτισμικό νήμα που ενώνει τις γενιές των προσφύγων από το 1922 μέχρι σήμερα τόσο στην εθνική και θρησκευτική ταυτότητά τους όσο και στον καθημερινό τρόπο ζωής τους.
Ο παρευξείνιος ελληνισμός, ελληνόφωνος, τουρκόφωνος ή ρωσόφωνος, συνεχίζει να αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, αλλά και για το συνταίριασμα των ευρύτερων πολιτισμικών στοιχείων που μεταφέρει.
Όσοι επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο της νέας προσφυγιάς αγωνίζονται, με παρόμοιο τρόπο με τους πρόσφυγες του 1922, να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Αυτή η μαζική εισροή ενίσχυσε τις προσφυγικές κοινότητες της Ελλάδας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μόνιμο δίκτυο μεταφοράς ανθρώπων, αγαθών, ιδεών ανάμεσα στους ελληνικούς και τους ρωσικούς πόλους της ποντιακής διασποράς.
Η Θεσσαλονίκη παραμένει το κύριο κέντρο συγκέντρωσης και οργάνωσης των παγκοσμίων παν-ποντιακών και παν-μικρασιατικών συνεδρίων, καθώς η Μακεδονία και η Θράκη συνιστούν την κυρία γεωγραφική ζώνη εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα.
Ο παρευξείνιος ελληνισμός, ελληνόφωνος, τουρκόφωνος ή ρωσόφωνος, συνεχίζει να αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, αλλά και για το συνταίριασμα των ευρύτερων πολιτισμικών στοιχείων που μεταφέρει.
Όσοι επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο της νέας προσφυγιάς αγωνίζονται, με παρόμοιο τρόπο με τους πρόσφυγες του 1922, να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Αυτή η μαζική εισροή ενίσχυσε τις προσφυγικές κοινότητες της Ελλάδας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μόνιμο δίκτυο μεταφοράς ανθρώπων, αγαθών, ιδεών ανάμεσα στους ελληνικούς και τους ρωσικούς πόλους της ποντιακής διασποράς.
Η Θεσσαλονίκη παραμένει το κύριο κέντρο συγκέντρωσης και οργάνωσης των παγκοσμίων παν-ποντιακών και παν-μικρασιατικών συνεδρίων, καθώς η Μακεδονία και η Θράκη συνιστούν την κυρία γεωγραφική ζώνη εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα.
Πηγές
Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Γενικού Λυκείου, Διόφαντος, σελ.258-259
Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Γενικού Λυκείου, Διόφαντος, σελ.258-259