ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ
Το όνομα "Κερασούντα" της πόλης πάρθηκε από τις κερασιές που ήταν πλούσιες σε εκείνη την περιοχή. Η πόλη είναι και λιμάνι στα βορειοδυτικά του Εύξεινου Πόντου. Η Κερασούντα αποτέλεσε εμπορικό κέντρο κατά τη βυζαντινή περίοδο και μετά την άλωση της Σινώπης από τους Οθωμανούς μετατράπηκε στο δεύτερο σημαντικότερο μέρος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Παρά την ανάπτυξή της αυτή, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μάχης και έτσι πέρασε μια πολύ βίαια περίοδο. Μετά από την καταστροφή αυτή που βίωσε η πόλη, τον 19ο αιώνα έγινε οικονομικό κέντρο της περιφέρειας, με τη βοήθεια του εμπορίου και της καλλιέργειας του φουντουκιού. Ήταν πόλη με ιδιαίτερη ναυτική παράδοση και διέθετε πλήθος εφοπλιστικών οίκων. Παράλληλα, λειτουργούσαν σε αυτή παραρτήματα των τραπεζών Οθωμανική, Αθηνών και Γεώργιου Πισσάνη. Ήταν πολυκατοικημένη περιοχή και ο πληθυσμός της έφτανε στους 35.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Ελληνορθόδοξοι και κατάγονταν από την Αργυρούπολη. Μέχρι και το 1913 η Κερασούντα ανήκε στη Μητρόπολη Τραπεζούντας και αργότερα έγινε ιδιαίτερη μητρόπολη και συνενώθηκε με την παλαιότερη της Χαλδίας και Χερροιάνων. Ο μεγαλύτερος ναός της πόλης ήταν ο Άγιος Νικόλαος και βρισκόταν στη συνοικία Κόκκαρη, ενώ άλλες σημαντικές εκκλησίες ήταν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της Αγίας Τριάδας. Οι Έλληνες παρά την πλειονότητα που αποτελούσαν, διέθεταν επτά εκπαιδευτήρια. Το 1908 ιδρύθηκε ο σύλλογος "Οι Αργοναύται". Τέλος, η αρμενική κοινότητα εξαλείφθηκε στα 1915 και τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων ξεκίνησαν το 1919.