Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική
Η σταδιακή εγκατάλειψη του χώρου αναφοράς, στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα -η οποία ολοκληρώνεται με την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου και την Ανταλλαγή των πληθυσμών ( Μάρτιος του 1924) - σηματοδοτεί τη χρονική τομή της συνέχειας του ιστορικού παρόντος.
Η χρονική αφετηρία στο παρελθόν, διαφορετική κατά περιοχή και όχι πάντα σαφώς προσδιορισμένη, εξαρτάται κατά περίπτωση από τους ενδογενείς αλλά και τους εξωγενείς παράγοντες επιρροής στην εικόνα του τόπου. Η τελευταία διαμορφώθηκε σε επίπεδο μικροκλίμακας του χώρου, με τη μορφή που σήμερα διερευνούν, σταδιακά και με αργές διαδικασίες εξέλιξης, στο χρονικό διάστημα από τον 150 έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Σ' αυτή την περίοδο και ειδικά για τις ορεινές περιοχές των περιφερειών Αργυρούπολης και Τραπεζούντας, υπήρχαν αυξημένες επιρροές δημογραφικής συγκέντρωσης και χωρικής συμπύκνωσης.
Σε σχέση με τους πεδινούς, αραιά δομημένους και μάλλον αύξοντες κατά την ίδια χρονική περίοδο οικισμούς των παραλίων, οι οργανωμένες αγροτικές συγκεντρώσεις των χωριών του μεσόγειου Πόντου και ειδικότερα αυτά των ορεινών περιοχών γύρω από την Αργυρούπολη, διαρθρωμένες σε επιμέρους ενότητες -ενορίες ή μαχαλάδες- παρουσιάζουν εικόνα ιδιαίτερης συνοχής και εσωστρέφειας, πλήρους προσαρμογής στα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, με εμφανείς τις τάσεις αμυντικής οργάνωσης (δυσπρόσιτα και αθέατα από μεγάλη απόσταση, συνήθως χαρακτηρίζονται από μια ομοιομορφία και μορφολογική λιτότητα των κτισμάτων).
Τύποι αγροτικών κατοικιών
Στον αγροτικό χώρο του ιστορικού Πόντου, μια γενική διάκριση στη βάση της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου ως ισχυρού διαμορφωτικού παράγοντα για την κατοικία, θα μπορούσε να μας οδηγήσει στις ακόλουθες κατηγορίες:
Αγροτική κατοικία των παραλίων.
Αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας.
Αγροτική κατοικία των οροπεδίων (καλύβα των παρχαρίων)
Η διάκριση αυτή στις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου σε τρεις βασικές κλιματικές ζώνες.
Αγροτική κατοικία των παραλίων
Ανεξάρτητα από το υλικό δομής, που ποικίλλει κατά περιοχή, γενικότερα στην περιοχή του παραλιακού άξονα, από την Σαμψούντα μέχρι το Ρίζαιο, παρατηρείται το ίδιο κατασκευαστικό σύστημα, με μικρές τοπικές παραλλαγές. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που επικρατεί είναι η διώροφη κατοικία με στέγη.
Η εσωτερική διάταξη των χώρων ακολουθεί τα πρότυπα της οργάνωσης των διάφορων αγροτικών κατοικιών, με στέγαση των βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και την κυρίως κατοικία στον όροφο. Προφανώς, ο διώροφος αυτός τύπος των παραλίων αποτελεί την εξέλιξη πρωτογενούς μορφής κατοικίας, η οποία αρχικά θα συγκέντρωνε τις βοηθητικές αγροτικές λειτουργίες και τις πρωταρχικές οικιακές χρήσεις (ύπνο, φαγητό, φιλοξενία) σε ένα μόνο όροφο.
Εξάλλου, η επέκταση πολλών αγροτικών ασχολιών σε άλλα βοηθητικά προσκτίσματα που βρίσκονται μέσα στα όρια της ίδιας αυλής, αποτελεί μια μετεξέλιξη αυτού καθεαυτού του διώροφου τύπου των παραλίων.
Η χρονική αφετηρία στο παρελθόν, διαφορετική κατά περιοχή και όχι πάντα σαφώς προσδιορισμένη, εξαρτάται κατά περίπτωση από τους ενδογενείς αλλά και τους εξωγενείς παράγοντες επιρροής στην εικόνα του τόπου. Η τελευταία διαμορφώθηκε σε επίπεδο μικροκλίμακας του χώρου, με τη μορφή που σήμερα διερευνούν, σταδιακά και με αργές διαδικασίες εξέλιξης, στο χρονικό διάστημα από τον 150 έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Σ' αυτή την περίοδο και ειδικά για τις ορεινές περιοχές των περιφερειών Αργυρούπολης και Τραπεζούντας, υπήρχαν αυξημένες επιρροές δημογραφικής συγκέντρωσης και χωρικής συμπύκνωσης.
Σε σχέση με τους πεδινούς, αραιά δομημένους και μάλλον αύξοντες κατά την ίδια χρονική περίοδο οικισμούς των παραλίων, οι οργανωμένες αγροτικές συγκεντρώσεις των χωριών του μεσόγειου Πόντου και ειδικότερα αυτά των ορεινών περιοχών γύρω από την Αργυρούπολη, διαρθρωμένες σε επιμέρους ενότητες -ενορίες ή μαχαλάδες- παρουσιάζουν εικόνα ιδιαίτερης συνοχής και εσωστρέφειας, πλήρους προσαρμογής στα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, με εμφανείς τις τάσεις αμυντικής οργάνωσης (δυσπρόσιτα και αθέατα από μεγάλη απόσταση, συνήθως χαρακτηρίζονται από μια ομοιομορφία και μορφολογική λιτότητα των κτισμάτων).
Τύποι αγροτικών κατοικιών
Στον αγροτικό χώρο του ιστορικού Πόντου, μια γενική διάκριση στη βάση της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου ως ισχυρού διαμορφωτικού παράγοντα για την κατοικία, θα μπορούσε να μας οδηγήσει στις ακόλουθες κατηγορίες:
Αγροτική κατοικία των παραλίων.
Αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας.
Αγροτική κατοικία των οροπεδίων (καλύβα των παρχαρίων)
Η διάκριση αυτή στις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου σε τρεις βασικές κλιματικές ζώνες.
Αγροτική κατοικία των παραλίων
Ανεξάρτητα από το υλικό δομής, που ποικίλλει κατά περιοχή, γενικότερα στην περιοχή του παραλιακού άξονα, από την Σαμψούντα μέχρι το Ρίζαιο, παρατηρείται το ίδιο κατασκευαστικό σύστημα, με μικρές τοπικές παραλλαγές. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που επικρατεί είναι η διώροφη κατοικία με στέγη.
Η εσωτερική διάταξη των χώρων ακολουθεί τα πρότυπα της οργάνωσης των διάφορων αγροτικών κατοικιών, με στέγαση των βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και την κυρίως κατοικία στον όροφο. Προφανώς, ο διώροφος αυτός τύπος των παραλίων αποτελεί την εξέλιξη πρωτογενούς μορφής κατοικίας, η οποία αρχικά θα συγκέντρωνε τις βοηθητικές αγροτικές λειτουργίες και τις πρωταρχικές οικιακές χρήσεις (ύπνο, φαγητό, φιλοξενία) σε ένα μόνο όροφο.
Εξάλλου, η επέκταση πολλών αγροτικών ασχολιών σε άλλα βοηθητικά προσκτίσματα που βρίσκονται μέσα στα όρια της ίδιας αυλής, αποτελεί μια μετεξέλιξη αυτού καθεαυτού του διώροφου τύπου των παραλίων.
Αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας
Όσο αποκρυνόμαστε από τα παράλια και οδεύουμε προς το εσωτερικό της χώρας του Πόντου, το τοπίο αρχίζει ν' αλλάζει. Λίγο μετά την Αργυρούπολη, στις περιοχές της Ίμερας, της Κρώμνης, του Σταυρίου, η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρ΄όλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρεύματα.
Εδώ υπάρχουν μικρά, δωματοσκέπαστα, εξ ολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα, χωροθετημένα με την πλατειά συνήθως πλευρά τους διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος.
Επρόκειτο για χώρο κοινής διαβίωσης ανθρώπων και ζώων. Η καλύψή του γινόταν από την αρχή με το ίδιο οριζόντιο δώμα χωμάτινης επικάλυψης. Στη συνέχεια, στη μια από τις 4 πλευρές του αρχικού χώρου προστέθηκε δεύτερος χώρος, το "σεκίν", υπερυψωμένος κατά 3-4 βαθμίδες σε σχέση με τον αρχικό πυρήνα, θολοσκέπαστος τις πιο πολλές φορές, με καπνοδόχο στο κέντρο του θόλου. Έτσι, προέκυψε ο πρώτος διαχωρισμός του χώρου των ανθρώπων από τα ζώα. Το "σεκίν" για τους ανθρώπους, το "αγιάτ" για τα ζώα.
Αργότερα, πίσω από τους δύο αρχικούς χώρους, προστέθηκε και τρίτος, ο οποίος είχε πρόσβαση μέσω του δεύτερου και ονομαζόταν "μεσοχάμ" ή "γερεβίμ". Αποτελούσε τον χώρο της κύριας κατοικίας.
Με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας-στην Ιμέρα, στην Κρώμνη ή στο Σταυρί- κατείχε το "κρυφό δωμάτιο", χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών.
Εκτός, όμως, από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών, υπάρχουν και οι διώροφες, σπανιότερα και τριώροφες κατοικίες. Στις διώροφες, το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους καθημερινής διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας.
Όσο αποκρυνόμαστε από τα παράλια και οδεύουμε προς το εσωτερικό της χώρας του Πόντου, το τοπίο αρχίζει ν' αλλάζει. Λίγο μετά την Αργυρούπολη, στις περιοχές της Ίμερας, της Κρώμνης, του Σταυρίου, η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρ΄όλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρεύματα.
Εδώ υπάρχουν μικρά, δωματοσκέπαστα, εξ ολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα, χωροθετημένα με την πλατειά συνήθως πλευρά τους διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος.
Επρόκειτο για χώρο κοινής διαβίωσης ανθρώπων και ζώων. Η καλύψή του γινόταν από την αρχή με το ίδιο οριζόντιο δώμα χωμάτινης επικάλυψης. Στη συνέχεια, στη μια από τις 4 πλευρές του αρχικού χώρου προστέθηκε δεύτερος χώρος, το "σεκίν", υπερυψωμένος κατά 3-4 βαθμίδες σε σχέση με τον αρχικό πυρήνα, θολοσκέπαστος τις πιο πολλές φορές, με καπνοδόχο στο κέντρο του θόλου. Έτσι, προέκυψε ο πρώτος διαχωρισμός του χώρου των ανθρώπων από τα ζώα. Το "σεκίν" για τους ανθρώπους, το "αγιάτ" για τα ζώα.
Αργότερα, πίσω από τους δύο αρχικούς χώρους, προστέθηκε και τρίτος, ο οποίος είχε πρόσβαση μέσω του δεύτερου και ονομαζόταν "μεσοχάμ" ή "γερεβίμ". Αποτελούσε τον χώρο της κύριας κατοικίας.
Με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας-στην Ιμέρα, στην Κρώμνη ή στο Σταυρί- κατείχε το "κρυφό δωμάτιο", χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών.
Εκτός, όμως, από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών, υπάρχουν και οι διώροφες, σπανιότερα και τριώροφες κατοικίες. Στις διώροφες, το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους καθημερινής διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας.
Αγροτική κατοικία των οροπεδίων (καλύβα των παρχαρίων)
Μια ιδιαίτερη παραλλαγή του ισόγειου τύπου αγροτικής κατοικίας με περισσότερους του ενός χώρους, αποτελούν και τα χαρακτηριστικά "καλύβεα" των "παρχαρίων". Τα παρχάρια ήταν κοιλάδες γραφικές με νερά και άφθονο χόρτο επάνω σε οροπέδια και σε ύψος 2.000-2.500 μέτρων, ήταν οι καλοκαιρινοί συνοικισμοί, τα "παρχάραια"ή "στάματα" από καλύβες με ξερότοιχους και στεγασμένες με χαρτώματα.
Πρόκειται για κτίσματα εποχικής λειτουργίας και εξειδικευμένης χρήσης. Ήταν καταλύματα για τους βοσκούς των κοπαδιών κατά τους θερινούς μόνο μήνες. Η εσωτερική τους οργάνωση απλή, εξυπηρετούσε τις στοιχειώδεις ανάγκες μιας νομαδικής διαβίωσης. Η κατασκευή των ισόγειων αυτών κτισμάτων ήταν λιτή. Σήμερα βέβαια ελάχιστες σώζονται.
Μια ιδιαίτερη παραλλαγή του ισόγειου τύπου αγροτικής κατοικίας με περισσότερους του ενός χώρους, αποτελούν και τα χαρακτηριστικά "καλύβεα" των "παρχαρίων". Τα παρχάρια ήταν κοιλάδες γραφικές με νερά και άφθονο χόρτο επάνω σε οροπέδια και σε ύψος 2.000-2.500 μέτρων, ήταν οι καλοκαιρινοί συνοικισμοί, τα "παρχάραια"ή "στάματα" από καλύβες με ξερότοιχους και στεγασμένες με χαρτώματα.
Πρόκειται για κτίσματα εποχικής λειτουργίας και εξειδικευμένης χρήσης. Ήταν καταλύματα για τους βοσκούς των κοπαδιών κατά τους θερινούς μόνο μήνες. Η εσωτερική τους οργάνωση απλή, εξυπηρετούσε τις στοιχειώδεις ανάγκες μιας νομαδικής διαβίωσης. Η κατασκευή των ισόγειων αυτών κτισμάτων ήταν λιτή. Σήμερα βέβαια ελάχιστες σώζονται.
Πηγή
Ο Πόντος των Ελλήνων -Χαμένες Πατρίδες, ΤΑ ΝΕΑ, 2003, σελ. 11-14
Ο Πόντος των Ελλήνων -Χαμένες Πατρίδες, ΤΑ ΝΕΑ, 2003, σελ. 11-14