Ποντιακές Ενδυμασίες
Λεβεντιά και Παράδοση
Η Ποντιακή ενδυμασία αποτελούσε μέρος της πολιτιστικής παράδοσης των Ποντίων. Επειδή ο Πόντος γεωγραφικά καταλάμβανε τεράστια έκταση στην περιοχή της Μ. Ασίας υπήρχε ποικιλία ενδυμασιών στις διάφορες περιοχές.
Η Ποντιακή φορεσιά είχε πολλές ομοιότητες με αυτές της Καππαδοκίας, της Αρμενίας, του Καυκάσου και του Ικονίου. Αυτό αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη αφού για πολλούς αιώνες οι λαοί συνυπήρχαν και επομένως ο ένας δανείστηκε στοιχεία από τον άλλον.
Αναφορικά με τα χρώματα και τα υφάσματα των στολών, οι Έλληνες του Πόντου επηρεάστηκαν από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το Βυζάντιο και από τους λαούς της Ανατολής, αφού τα σύνορα με την Αρμενία, τη Συρία, τη Ρωσία, το Λίβανο, την Κίνα και την Ινδία έκαναν προσιτή την εισαγωγή υφασμάτων.
Η Ποντιακή ενδυμασία στις αρχές του 19ου αι. χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στην αστική και στην καθημερινή, σε αυτήν δηλαδή που φορούσαν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και σε αυτή του ορεινού όγκου. Τα ζίπκας και τα ζουπούνας ήταν τα πιο διαδεδομένα και τα φορούσε όλος ο ανατολικός και δυτικός Πόντος.
Τα κύρια στοιχεία που χώριζαν την ενδυμασία σε κατηγορίες ήταν το ύφασμα, το πατρόν, η ραφή το κέντημα και το σχέδιο. Στην επιλογή των υφασμάτων χρησιμοποιούσαν έντονα και φανταχτερά υφάσματα για τις νεαρές κοπέλες και σκουρόχρωμα για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι άντρες προτιμούσαν τις γήινες αποχρώσεις.
Επιρροές δέχτηκε η Ποντιακή ενδυμασία και από τους Τούρκους. Μεγαλύτερη για την ανδρική ενδυμασία και μικρότερη για τη γυναικεία. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Έλληνες Πόντιοι άνδρες έρχονταν συχνότερα σε επαφή με Τούρκους, ενώ οι Πόντιες γυναίκες σπάνια.
Όμως, και αυτά ακόμη τα ενδύματα των Τούρκων στην πλειοψηφία τους είχαν αρχαιοελληνικά ονόματα, γεγονός που μαρτυρά την ελληνική υπεροχή και στον τομέα της ένδυσης στην περιοχή. Αναμφισβήτητη αλήθεια είναι και το γεγονός ότι ακόμα και τα καθαρά Τούρκικα ενδύματα κατασκευάζονταν από Έλληνες αφού οι Τούρκοι δεν είχαν δικούς τους ράφτες.
Η Ποντιακή φορεσιά είχε πολλές ομοιότητες με αυτές της Καππαδοκίας, της Αρμενίας, του Καυκάσου και του Ικονίου. Αυτό αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη αφού για πολλούς αιώνες οι λαοί συνυπήρχαν και επομένως ο ένας δανείστηκε στοιχεία από τον άλλον.
Αναφορικά με τα χρώματα και τα υφάσματα των στολών, οι Έλληνες του Πόντου επηρεάστηκαν από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το Βυζάντιο και από τους λαούς της Ανατολής, αφού τα σύνορα με την Αρμενία, τη Συρία, τη Ρωσία, το Λίβανο, την Κίνα και την Ινδία έκαναν προσιτή την εισαγωγή υφασμάτων.
Η Ποντιακή ενδυμασία στις αρχές του 19ου αι. χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στην αστική και στην καθημερινή, σε αυτήν δηλαδή που φορούσαν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και σε αυτή του ορεινού όγκου. Τα ζίπκας και τα ζουπούνας ήταν τα πιο διαδεδομένα και τα φορούσε όλος ο ανατολικός και δυτικός Πόντος.
Τα κύρια στοιχεία που χώριζαν την ενδυμασία σε κατηγορίες ήταν το ύφασμα, το πατρόν, η ραφή το κέντημα και το σχέδιο. Στην επιλογή των υφασμάτων χρησιμοποιούσαν έντονα και φανταχτερά υφάσματα για τις νεαρές κοπέλες και σκουρόχρωμα για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι άντρες προτιμούσαν τις γήινες αποχρώσεις.
Επιρροές δέχτηκε η Ποντιακή ενδυμασία και από τους Τούρκους. Μεγαλύτερη για την ανδρική ενδυμασία και μικρότερη για τη γυναικεία. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Έλληνες Πόντιοι άνδρες έρχονταν συχνότερα σε επαφή με Τούρκους, ενώ οι Πόντιες γυναίκες σπάνια.
Όμως, και αυτά ακόμη τα ενδύματα των Τούρκων στην πλειοψηφία τους είχαν αρχαιοελληνικά ονόματα, γεγονός που μαρτυρά την ελληνική υπεροχή και στον τομέα της ένδυσης στην περιοχή. Αναμφισβήτητη αλήθεια είναι και το γεγονός ότι ακόμα και τα καθαρά Τούρκικα ενδύματα κατασκευάζονταν από Έλληνες αφού οι Τούρκοι δεν είχαν δικούς τους ράφτες.
Η ανδρική παραδοσιακή ενδυμασία
Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου πήρε το όνομά της από το παντελόνι με τα στενά σκέλια και τη φαρδιά σούρα, το οποίο ονομαζόταν Ζίπκα. Γι’ αυτό “Ζίπκα” ονομάζεται ολόκληρη η ποντιακή ανδρική φορεσιά που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστια. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας ήταν τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή λινό ή κασμίρ, ενώ τα πιο συνηθισμένα χρώματα ήταν το μαύρο, το καφέ και το μπλε.
Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου πήρε το όνομά της από το παντελόνι με τα στενά σκέλια και τη φαρδιά σούρα, το οποίο ονομαζόταν Ζίπκα. Γι’ αυτό “Ζίπκα” ονομάζεται ολόκληρη η ποντιακή ανδρική φορεσιά που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστια. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας ήταν τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή λινό ή κασμίρ, ενώ τα πιο συνηθισμένα χρώματα ήταν το μαύρο, το καφέ και το μπλε.
Ζίπκα
Είδος παντελονιού που ξεκινούσε από την μέση και κατέληγε στους αστραγάλους. Μπροστά δεν είχε άνοιγμα και δενόταν στη μέση με βρακοζώνα. Η ζίπκα ήταν αρκετά πλατιά και σχημάτιζε εμπρός και πίσω πολλές πτυχές και πιέτες, σταδιακά στένευε μέχρι τα γόνατα, ενώ από εκεί και κάτω στένευε τόσο όσο να περνούν μόνο τα πόδια. Εσωτερικά ήταν επενδυμένη με κάποτο σε σκούρο χρώμα. |
Πασλίκ’ ή Πασλούκ’ ή Πασλούχ’
Ήταν το ανδρικό κάλυμμα του κεφαλιού, κατασκευασμένο από το ίδιο ύφασμα και χρώμα με τη ζίπκα. Είχε σχήμα κώνου, με μεγάλο πλάτος στη βάση του και δύο μακριές λωρίδες φοδραρισμένες που δένονταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στην αριστερή πλευρά. Το μήκος ήταν 2 μέτρα με τις λωρίδες δεξιά και αριστερά και το φάρδος 30 εκ. Η κορυφή σχημάτιζε μύτη και ήταν ραμμένο ένα κορδόνι με φούντα. |
Το σώβρακο
Κατασκευαζόταν με το ίδιο ύφασμα όπως και το καμίσ’. Ξεκινούσε από τη μέση και κατέληγε στον αστράγαλο. Ήταν φαρδύ μέχρι τα γόνατα και μετά στένευε. Στο σώμα δενόταν με το βρακοζών’ (υφασμάτινη μακριά λωρίδα) και στα πόδια με λινές κορδέλες τα μπατζακοδέματα. Τα γαμπριάτικα εσώρουχα ήταν φτιαγμένα από άσπρο και εκρού λινό. Οι άντρες μεγάλης ηλικίας φορούσαν εσώρουχα σε σκούρο χρώμα.
Κατασκευαζόταν με το ίδιο ύφασμα όπως και το καμίσ’. Ξεκινούσε από τη μέση και κατέληγε στον αστράγαλο. Ήταν φαρδύ μέχρι τα γόνατα και μετά στένευε. Στο σώμα δενόταν με το βρακοζών’ (υφασμάτινη μακριά λωρίδα) και στα πόδια με λινές κορδέλες τα μπατζακοδέματα. Τα γαμπριάτικα εσώρουχα ήταν φτιαγμένα από άσπρο και εκρού λινό. Οι άντρες μεγάλης ηλικίας φορούσαν εσώρουχα σε σκούρο χρώμα.
Ανδρική ζιπούνα ή Αμπάς ή Αντερίν
Ανδρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και τη ζίπκα την ανδρική φορεσιά. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ζιπούνας ήταν από τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή κασμίρι, σε διάφορα χρώματα. Η ζιπούνα άρχιζε από τον λαιμό και έφτανε ως τη μέση, ενώ τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες ήταν σχιστά. Το ένα είδος ήταν η σταυρωτή ζιπούνα (καβουσμαλή). Ο γιακάς ήταν στενός και είχε διπλό στήθος που άλλοτε κούμπωνε δεξιά και άλλοτε αριστερά, ενώ τα κουμπιά ήταν βαμβακερά. Η ζιπούνα αυτή φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Το δεύτερο είδος της ζιπούνας διέφερε από το πρώτο, γιατί είχε το στήθος ανοιχτό από τον λαιμό μέχρι κάτω, αλλά το άνοιγμα αυτό σταδιακά στένευε, λίγο πάνω από τον αφαλό και κούμπωναν οι δύο πλευρές με βαμβακερά κουμπιά. Αυτό το είδος ζιπούνας φοριόταν πάνω από το γιλέκο. Την ανδρική ζιπούνα την συναντάμε με διαφορετικά σχέδια σε όλον τον Πόντο.
Ανδρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και τη ζίπκα την ανδρική φορεσιά. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ζιπούνας ήταν από τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή κασμίρι, σε διάφορα χρώματα. Η ζιπούνα άρχιζε από τον λαιμό και έφτανε ως τη μέση, ενώ τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες ήταν σχιστά. Το ένα είδος ήταν η σταυρωτή ζιπούνα (καβουσμαλή). Ο γιακάς ήταν στενός και είχε διπλό στήθος που άλλοτε κούμπωνε δεξιά και άλλοτε αριστερά, ενώ τα κουμπιά ήταν βαμβακερά. Η ζιπούνα αυτή φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Το δεύτερο είδος της ζιπούνας διέφερε από το πρώτο, γιατί είχε το στήθος ανοιχτό από τον λαιμό μέχρι κάτω, αλλά το άνοιγμα αυτό σταδιακά στένευε, λίγο πάνω από τον αφαλό και κούμπωναν οι δύο πλευρές με βαμβακερά κουμπιά. Αυτό το είδος ζιπούνας φοριόταν πάνω από το γιλέκο. Την ανδρική ζιπούνα την συναντάμε με διαφορετικά σχέδια σε όλον τον Πόντο.
Τσοχάν ή Γιαμαρλούκ
Μαύρο ανδρικό πανωφόρι. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για το ράψιμο ήταν μάλλινο. Το συναντάμε σε τρία μάκρη. Στην μία περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στη μέση και κούμπωνε μπροστά. Στη δεύτερη περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στο μπούτι. Είχε δύο τσέπες μία δεξιά και μία αριστερά και κούμπωνε μπροστά.
Μαύρο ανδρικό πανωφόρι. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για το ράψιμο ήταν μάλλινο. Το συναντάμε σε τρία μάκρη. Στην μία περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στη μέση και κούμπωνε μπροστά. Στη δεύτερη περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στο μπούτι. Είχε δύο τσέπες μία δεξιά και μία αριστερά και κούμπωνε μπροστά.
Κοφτάν
Πανωφόρι που το φορούσαν οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα. Το ύφασμα ήταν από μπροκάρ μεταξωτό, και κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλτα ή μεταλλικά από δεξιά προς τα αριστερά. Ο γιακάς και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Είχε κοινά στοιχεία με το τσαρικό σακάκι και με το βυζαντινό μανδύα.
Πανωφόρι που το φορούσαν οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα. Το ύφασμα ήταν από μπροκάρ μεταξωτό, και κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλτα ή μεταλλικά από δεξιά προς τα αριστερά. Ο γιακάς και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Είχε κοινά στοιχεία με το τσαρικό σακάκι και με το βυζαντινό μανδύα.
Ταραπουλούζ ή Τροπολόζ
Μεταξωτό ζωνάρι με κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις. Το μήκος του ταραπουλούζ έφθανε τα 6 μέτρα και το φάρδος του τα 40 εκ. Στις άκρες του ζωναριού έραβαν φούντες με κρόσσια από το ίδιο ύφασμα και δενόταν πάνω από τη ζίπκα. Τα χρώματα ήταν έντονα, όπως το βυσσινί, το μπεζ, το μπλε, το πράσινο και το κίτρινο. |
Σελαχίν ή Σελαχλίκ ή Σελαχλούκ
Δερμάτινη ζώνη που έμπαινε πάνω από το ταραπουλούζ. Το κατασκεύαζαν με τρεις σειρές δέρμα στο οποίο έδιναν διάφορους χρωματισμούς από καφέ ανοιχτό έως καφέ σκούρο και μαύρο. Ήταν ειδικά φτιαγμένο για να στερεώνεται το καρακουλάκ ή γαμέ ή κάμα (μεγάλο μαχαίρι), το καπνοσάκουλο, η τάπαντζαν ή λιβέρ ή χτυπετέρ (πιστόλι) και διάφορα προσωπικά αντικείμενα. |
Εγκόλπιο ή Κόλπος
Παραλληλόγραμμο κόσμημα διπλής όψης από ασήμι και σκαλισμένο στο χέρι. Στη μία πλευρά είχε τον Άγιο Γεώργιο και στην άλλη κλαδί αμπέλου. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό μέρος από το εγκόλπιο ήταν τοποθετημένο τίμιο ξύλο από τους Άγιους Τόπους. Στις δύο άκρες δενόταν η ασημένια αλυσίδα που είχε μήκος 1,8 μέτρα. Το φορούσαν οι άνδρες σταυρωτά από το μέρος της καρδιάς. |
Ώρα ή Σαατ ή Κιοτσέκ
Χρυσή, επίχρυση, αργυρή αλυσίδα που κρεμόταν το ρολόι και είχε μήκος 2 μέτρα. Την αλυσίδα συγκρατούσε ο “αλεπός”, τριγωνικό αξεσουάρ που ρύθμιζε το ύψος της. Την ώρα με το κιοτσέκ οι άνδρες το έβαζαν στη δεξιά τσέπη του γιλέκου τους, ενώ οι γυναίκες το τοποθετούσαν επάνω στο λαχόρ. |
Κεντήλ
Αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άνδρες στο δεξί μπράτσο, πάνω από την ανδρική ζιπούνα (σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο με χρυσό σύρμα.
Αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άνδρες στο δεξί μπράτσο, πάνω από την ανδρική ζιπούνα (σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο με χρυσό σύρμα.
Γεμένια
Ανδρικά παπούτσια κατασκευασμένα από δέρμα κατσικιού. Ήταν χαμηλά, χωρίς τακούνι και ήθελε καλό τεχνίτη για να τα φτιάξει, που τον έλεγαν «γεμενετζή». Ήταν μαλακά παπούτσια με γυριστές μύτες και το ύψος τους έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Τα φορούσαν με τη ζίπκα σε συνδυασμό με τα «μέστια» (περικνημίδες), και το χρώμα τους ήταν μαύρο. |
Ρώσικες μπότες ή Πότας
Οι πόντιοι τα αποκαλούσαν τα “πότας” μετά την έλευση του ρωσικού στρατού στην Τραπεζούντα (Πόντος) το 1914-1918. Οι Έλληνες της περιοχής τα φόρεσαν και αντικατέστησαν τα τσάπουλας σε μεγάλο βαθμό. Ήταν μονοκόμματα υποδήματα κατασκευασμένα από μαλακό δέρμα. Μπροστά σχημάτιζαν μυτερό ημικύκλιο, οι σόλες ήταν από σκληρό δέρμα μισό εκατοστό, ενώ τα τακούνια ένα εκατοστό. Το ύψος της μπότας έφτανε μέχρι το γόνατο. Στο εσωτερικό της μπότας είχε φερμουάρ και τα χρώματα ήταν συνήθως μαύρο, γκρι, και καφέ σκούρο. |
Τσαρούχ (τσαρούχια)
Ήταν κατασκευασμένα από δέρμα γουρουνιού και δεν είχαν σόλα. Τα φορούσαν πάνω από πλεχτές κάλτσες. Δεξιά και αριστερά στο ύψος της φτέρνας είχε τρύπες, περνούσαν κορδόνι δερμάτινο και τα έδεναν σταυρωτά στη μέση της γάμπας. Τα τσαρούχια τα φορούσαν στην καθημερινότητα τους στα χωριά άνδρες και γυναίκες.
Ήταν κατασκευασμένα από δέρμα γουρουνιού και δεν είχαν σόλα. Τα φορούσαν πάνω από πλεχτές κάλτσες. Δεξιά και αριστερά στο ύψος της φτέρνας είχε τρύπες, περνούσαν κορδόνι δερμάτινο και τα έδεναν σταυρωτά στη μέση της γάμπας. Τα τσαρούχια τα φορούσαν στην καθημερινότητα τους στα χωριά άνδρες και γυναίκες.
Ναλία
Τσόκαρα που τα φορούσαν για να προστατεύονται από νερά και λάσπες. Τα ναλία στον ορεινό Πόντο ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και δέρμα, ενώ στις πόλεις ήταν από βερνικωμένο ξύλο “φίλντισι” και σύρμα ασημένιο, πλεγμένο στο χέρι, το οποίο στερέωναν πάνω στο βελούδινο ύφασμα. Τα τσόκαρα είχαν τακούνι σε δύο σημεία, το ένα που είχε σχήμα πυραμίδας ήταν στην πατούσα, ενώ το άλλο που είχε σχήμα οβάλ στη φτέρνα. Το ύψος του τακουνιού ήταν 5εκ.
Τσόκαρα που τα φορούσαν για να προστατεύονται από νερά και λάσπες. Τα ναλία στον ορεινό Πόντο ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και δέρμα, ενώ στις πόλεις ήταν από βερνικωμένο ξύλο “φίλντισι” και σύρμα ασημένιο, πλεγμένο στο χέρι, το οποίο στερέωναν πάνω στο βελούδινο ύφασμα. Τα τσόκαρα είχαν τακούνι σε δύο σημεία, το ένα που είχε σχήμα πυραμίδας ήταν στην πατούσα, ενώ το άλλο που είχε σχήμα οβάλ στη φτέρνα. Το ύψος του τακουνιού ήταν 5εκ.
Γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία ( Ζιπούνα ή Ζουπούνα)
Η γυναικεία παραδοσιακή Ποντιακή φορεσιά πήρε το όνομά της από το χαρακτηριστικό της ένδυμα τη “Ζιπούνα ή Ζουπούνα”. Τη γυναικεία φορεσιά την συναντάμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου διαφοροποιημένη, είτε λόγω κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας, είτε λόγω κλιματολογικών συνθηκών ή ακόμα και λόγω των πολλών ποικιλιών των υφασμάτων και των χρωμάτων.
Η γυναικεία παραδοσιακή Ποντιακή φορεσιά πήρε το όνομά της από το χαρακτηριστικό της ένδυμα τη “Ζιπούνα ή Ζουπούνα”. Τη γυναικεία φορεσιά την συναντάμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου διαφοροποιημένη, είτε λόγω κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας, είτε λόγω κλιματολογικών συνθηκών ή ακόμα και λόγω των πολλών ποικιλιών των υφασμάτων και των χρωμάτων.
Ζιπούνα ή Ζουπούνα
Η ζιπούνα ήταν ένα μακρύ ευρύχωρο ριχτό φόρεμα με φαρδιά μανίκια, που άρχιζε από τους ώμους και κατέβαινε ως τους αστραγάλους. Μπροστά έκλεινε με κουμπιά από πάνω μέχρι τη μέση. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
Η ζιπούνα ήταν ένα μακρύ ευρύχωρο ριχτό φόρεμα με φαρδιά μανίκια, που άρχιζε από τους ώμους και κατέβαινε ως τους αστραγάλους. Μπροστά έκλεινε με κουμπιά από πάνω μέχρι τη μέση. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
- Μεταξωτό μπροκάρ (η ύφανση είχε ένα λουλούδι σε διάφορα χρώματα)
- Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα)
- Ταφτά σανσάν (ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα)
- Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι “κρουστό”)
- Ριγωτό ύφασμα σε διάφορα χρώματα βαμβακομέταξα
- Ριγωτό υφαντό (βαμβάκι-μαλλί)
Το εσωτερικό της ζιπούνας ήταν φοδραρισμένο με κάποτο (άσπρο βαμβακερό ύφασμα). Τα τελειώματα (γιακάς, μανίκια) και περιμετρικά του φορέματος ήταν κεντημένα με χρυσή ή ασημένια ή υφαντή κλωστή. Στον δυτικό Πόντο υπήρχαν ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλάγια.
Σαλβάρ ή Σαρβάλ
Φαρδιά βράκα, που ξεκινούσε από τη μέση και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Στο κάτω μέρος δένονταν με κορδόνια τα μπατζαγοδέματα. Κατασκευαζόταν από ύφασμα μάλλινο ή βαμβακερό ή φανέλα ή μεταξωτό, το εσωτερικό ήταν φοδραρισμένο με λευκό ή σκούρο κάποτο ή χασέ. Στηριζόταν με το βρακοζών’ και σχημάτιζε πτυχές δίνοντας ένα καλοφτιαγμένο στήσιμο στην ζιπούνα. |
Καμίς & Σπαρέλ ή Σπαλέρ
Το καμίς ήταν λευκό ή εκρού μεταξωτό πουκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία, ραμμένο με δαντέλα στα τελειώματα του ρούχου (μανίκι και γιακά). Στα χωριά οι γυναίκες κάτω από τη ζιπούνα αντί για καμίς φορούσαν το σπαρέλ (τετράγωνο ύφασμα που δενόταν στον λαιμό και τα πλαϊνά). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του σπαρέλ ήταν μονόχρωμα ριγωτά, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν φοδραρισμένα με κάποτο ή χασέ και είχαν κέντημα γύρω από τον λαιμό. |
Εσώρουχο
Το γυναικείο εσώρουχο το λέγανε το “βρακίν”, το μήκος του έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο και είχε στην άκρη γαϊτάνι από βαμβάκι και με αυτό δενόταν στο κάθε πόδι. Τα εσώρουχα στον Πόντο τα έφτιαχναν από λευκό χασέ ή σκούρα βαμβακοφανέλα και λινό. Για τα νυφιάτικα εσώρουχα χρησιμοποιούσαν κοφτό χασέ με αζούρι σε διάφορα σχέδια, μεταξωτή και βαμβακερή δαντέλα και το τσελβόλ κεντημένο στο στήθος με κλωστές σε κόκκινες αποχρώσεις.
Το γυναικείο εσώρουχο το λέγανε το “βρακίν”, το μήκος του έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο και είχε στην άκρη γαϊτάνι από βαμβάκι και με αυτό δενόταν στο κάθε πόδι. Τα εσώρουχα στον Πόντο τα έφτιαχναν από λευκό χασέ ή σκούρα βαμβακοφανέλα και λινό. Για τα νυφιάτικα εσώρουχα χρησιμοποιούσαν κοφτό χασέ με αζούρι σε διάφορα σχέδια, μεταξωτή και βαμβακερή δαντέλα και το τσελβόλ κεντημένο στο στήθος με κλωστές σε κόκκινες αποχρώσεις.
Τάπλα ή Τεπελίκ ή Τεπελίκι
Καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε την ονομασία από την λέξη «τεπε» που σημαίνει κορυφή. Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Ημικυκλικά περνούσαν χοντρό χαρτί ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά Κωνσταντινάτα. Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή το κεντούσαν. Στο πλάι υπήρχαν δύο κορδέλες για να το δένουν στο κεφάλι. Σε ορισμένες περιοχές το τεπελίκ που φορούσαν κάλυπτε όλη την περίμετρο της κεφαλής. Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο κεντούσαν χρυσό κορδόνι και το έλεγαν «τάπλα κουρσίν». |
Καμαρωτέρ ή Καμαρα ή Βαλά
Ήταν το νυφικό πέπλο με όλα τα στολίδια και τα κοσμήματα που το συνόδευαν. Φοριόταν μόνο στον γάμο. Κάλυπτε εκτός από το κεφάλι, το στήθος και την πλάτη μέχρι την μέση ή όλο το σώμα. Το βαλά το φορούσαν οι νύφες στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Σε άλλες περιοχές του Πόντου η βαλά σκέπαζε ολόκληρο το σώμα της νύφης εμπρός και πίσω ως τη μέση. Συνήθως κατασκευαζόταν από κίτρινο μεταξωτό ύφασμα. |
Το Πουλούν ή Πουρλούν
Ήταν ένα πολύ λεπτό κάλυμμα σε χρώμα κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά τη στέψη. Σε ορισμένα μέρη του Πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ.
Ήταν ένα πολύ λεπτό κάλυμμα σε χρώμα κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά τη στέψη. Σε ορισμένα μέρη του Πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ.
Λετζέκ
Ήταν μαντήλα τετράγωνη που διπλωνόταν στη μέση. Είχε διαστάσεις 1.20μ. επί 1.20μ. Το λετζέκ που φορούσαν οι νέες είχε χρώμα κοκκινοκίτρινο με κοκκινωπά λουλούδια, περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούσαν σκούρα χρώματα. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό ή λινάτσα ή καμβάς. Το λετζέκ φοριόταν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό. Το πρόσφεραν οι συγγενείς της νύφης πριν από τον γάμο. |
Ζωνάρια
Λαχόρ’
Τετράγωνο υφαντό ζωνάρι από αργαλειό, που το δίπλωναν οι γυναίκες τριγωνικά, δένοντάς το στη μέση πάνω από την ζιπούνα. Τα χρώματα ήταν ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σοφράν της παπαρούνας και του κάστανου. Το λαχόρ είχε μήκος 1,10 μέτρα και φάρδος 1 μέτρο. Για να στερεωθεί το λαχόρ στη μέση το έδεναν με μια στενή κεντημένη λουρίδα, η οποία είχε στις άκρες φούντες, που τις έλεγαν τσαγούνα, κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κρόσσια. Το όνομα εικάζεται ότι το πήρε από την πόλη Λαχόρι του Πακιστάν, απ’ όπου τέτοια υφάσματα έφταναν στον Πόντο με καράβια.
Λαχόρ’
Τετράγωνο υφαντό ζωνάρι από αργαλειό, που το δίπλωναν οι γυναίκες τριγωνικά, δένοντάς το στη μέση πάνω από την ζιπούνα. Τα χρώματα ήταν ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σοφράν της παπαρούνας και του κάστανου. Το λαχόρ είχε μήκος 1,10 μέτρα και φάρδος 1 μέτρο. Για να στερεωθεί το λαχόρ στη μέση το έδεναν με μια στενή κεντημένη λουρίδα, η οποία είχε στις άκρες φούντες, που τις έλεγαν τσαγούνα, κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κρόσσια. Το όνομα εικάζεται ότι το πήρε από την πόλη Λαχόρι του Πακιστάν, απ’ όπου τέτοια υφάσματα έφταναν στον Πόντο με καράβια.
Κοκνέτσα
Υφαντό από άγριο μαλλί και βαμβάκι. Είχε μήκος 1.25 μέτρα, πλάτος 90 εκ. και το χρώμα του ήταν προς το κεραμιδί. Την κοκνέτσα τη φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από τη ζιπούνα, από τη μέση ως τις γάμπες.
Ταραπολούζ
Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο οι γυναίκες το συνδύαζαν με το επίσημο ένδυμα. Τα χρώματά του ήταν ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου, του βαθύ κόκκινου, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του ήταν 1,4 μέτρα, το φάρδος του 35 εκ. και στις άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά.
Υφαντό από άγριο μαλλί και βαμβάκι. Είχε μήκος 1.25 μέτρα, πλάτος 90 εκ. και το χρώμα του ήταν προς το κεραμιδί. Την κοκνέτσα τη φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από τη ζιπούνα, από τη μέση ως τις γάμπες.
Ταραπολούζ
Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο οι γυναίκες το συνδύαζαν με το επίσημο ένδυμα. Τα χρώματά του ήταν ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου, του βαθύ κόκκινου, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του ήταν 1,4 μέτρα, το φάρδος του 35 εκ. και στις άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά.
Φοτά ή Πεσταμπάλ
Ήταν είδος ποδιάς που το φορούσαν οι νέες κοπέλες σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι μεγάλες γυναίκες άνω των 50 ετών συνήθως σε μαύρο χρώμα. Το ύφασμα ήταν μετάξι και ήταν υφαντό. Το φάρδος ήταν 1,2 μέτρα και το μήκος 85 εκ. Ήταν δίχρωμο με κάθετες ραβδώσεις και δενόταν στην μέση με λωρίδες.
Ήταν είδος ποδιάς που το φορούσαν οι νέες κοπέλες σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι μεγάλες γυναίκες άνω των 50 ετών συνήθως σε μαύρο χρώμα. Το ύφασμα ήταν μετάξι και ήταν υφαντό. Το φάρδος ήταν 1,2 μέτρα και το μήκος 85 εκ. Ήταν δίχρωμο με κάθετες ραβδώσεις και δενόταν στην μέση με λωρίδες.
Πανωφόρια
Κατιφέ
Βελούδινο ζακέτο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση. Ήταν κεντημένο στον λαιμό, στη μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό σιρίτι. Το φάρδος του κεντήματος ήταν 5 εκ. Το κατιφέ το σχεδίαζαν και το κεντούσαν ειδικοί ραφτάδες. Υπήρχε αυτό το κέντημα στη νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.
Κατιφέ
Βελούδινο ζακέτο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση. Ήταν κεντημένο στον λαιμό, στη μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό σιρίτι. Το φάρδος του κεντήματος ήταν 5 εκ. Το κατιφέ το σχεδίαζαν και το κεντούσαν ειδικοί ραφτάδες. Υπήρχε αυτό το κέντημα στη νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.
Κοντογούνι
Βελούδινο ύφασμα όπου γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς. Είχε δύο μεγέθη, το ένα ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση και το άλλο ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς.
Βελούδινο ύφασμα όπου γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς. Είχε δύο μεγέθη, το ένα ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση και το άλλο ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς.
Μακρυγούνι
Επίσημο ένδυμα σαν παλτό. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (Τσόχα ή κασμίρ). Το μήκος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστραγάλους. Η επένδυση εσωτερικά ήταν από γούνα αρκούδας και εξωτερικά χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός.
Επίσημο ένδυμα σαν παλτό. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (Τσόχα ή κασμίρ). Το μήκος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστραγάλους. Η επένδυση εσωτερικά ήταν από γούνα αρκούδας και εξωτερικά χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός.
Λιπατέ
Παλτό καθημερινής χρήσης.
Τσόχα (ανδρική και γυναικεία)
Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Ήταν συνήθως χωρίς επένδυση και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η γυναικεία τσόχα ήταν σε δύο τύπους, στη μία περίπτωση το μάκρος ήταν μέχρι τους γοφούς και στην άλλη έφτανε στη μέση της γάμπας και κούμπωνε στο πλάι.
Παλτό καθημερινής χρήσης.
Τσόχα (ανδρική και γυναικεία)
Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Ήταν συνήθως χωρίς επένδυση και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η γυναικεία τσόχα ήταν σε δύο τύπους, στη μία περίπτωση το μάκρος ήταν μέχρι τους γοφούς και στην άλλη έφτανε στη μέση της γάμπας και κούμπωνε στο πλάι.
Κοσμήματα
Γκιορντάν ή γιορτάνι
Χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα με τρείς ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή ήταν κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στον λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Γκιορντάν ή γιορτάνι
Χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα με τρείς ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή ήταν κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στον λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Τα πεντόλιρα
Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία τις Τούρκικης λίρας. Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Τα φορούσαν στον λαιμό με διπλή αλυσίδα (κοχλίδ).
Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία τις Τούρκικης λίρας. Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Τα φορούσαν στον λαιμό με διπλή αλυσίδα (κοχλίδ).
Πέρλες και μαργαριτάρια
Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν 3 ή 4 φορές στον λαιμό.
Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν 3 ή 4 φορές στον λαιμό.
Χασίρ ή χαστρί
Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή μορφή για τον λαιμό και το χέρι. Το κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στη μία άκρη είχε μία αγκράφα που οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή μορφή για τον λαιμό και το χέρι. Το κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στη μία άκρη είχε μία αγκράφα που οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Ώρα ή Σαάτ
Ρολόι με μακριά ασημένια αλυσίδα.
Ρολόι με μακριά ασημένια αλυσίδα.
Σαμσάδες ή Σεπσέδες
Kωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στον Δυτικό Πόντο τα έπλεκαν τα κορίτσια στις πλεξούδες.
Καρδίτσας
Σκουλαρίκια ή μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 Καρατίων και τα φορούσαν νέα κορίτσια.
Περιλαίμια
Τα κατασκεύαζαν από ασήμι σε διάφορα σχέδια. Για τον λαιμό είχαν ασημένιο περιδέραιο με σχέδιο τον Άγιο Γεώργιο. Στα τελειώματα είχαν ασημένια αλυσίδα με φυλλαράκια. Στην περιοχή της Τραπεζούντας τα ονόμαζαν πογασκεστί.
Kωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στον Δυτικό Πόντο τα έπλεκαν τα κορίτσια στις πλεξούδες.
Καρδίτσας
Σκουλαρίκια ή μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 Καρατίων και τα φορούσαν νέα κορίτσια.
Περιλαίμια
Τα κατασκεύαζαν από ασήμι σε διάφορα σχέδια. Για τον λαιμό είχαν ασημένιο περιδέραιο με σχέδιο τον Άγιο Γεώργιο. Στα τελειώματα είχαν ασημένια αλυσίδα με φυλλαράκια. Στην περιοχή της Τραπεζούντας τα ονόμαζαν πογασκεστί.
Υποδήματα
Τα γυναικεία παπούτσια ήταν μαύρα με λουράκι που κούμπωνε στο πλάι.
Τα γυναικεία παπούτσια ήταν μαύρα με λουράκι που κούμπωνε στο πλάι.
Ναλία
Τσόκαρα από ξύλο βερνικωμένο με διάφορα σχέδια στο εσωτερικό και ένα δερμάτινο λουρί επάνω.
Κουντούρας
Παπούτσι με τακούνι. Κατασκευάζονταν από ευρωπαϊκό μαύρο δέρμα και σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού. Ήταν χαμηλό και το ύψος του έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά.
Τσόκαρα από ξύλο βερνικωμένο με διάφορα σχέδια στο εσωτερικό και ένα δερμάτινο λουρί επάνω.
Κουντούρας
Παπούτσι με τακούνι. Κατασκευάζονταν από ευρωπαϊκό μαύρο δέρμα και σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού. Ήταν χαμηλό και το ύψος του έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά.
Πηγές
Βιβλίο του Νίκου Ζουναρτζίδη “Συμβολή στην Έρευνα του Ποντιακού Χορού”
Ποντιακές Ενδυμασίες - Ένωση Ποντίων Ν.Σμύρνης - Δάφνης - Α.Δημητρίου "Η Μαύρη Θάλασσα" (mavrithalassa.org.gr)
ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ - "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ" (weebly.com)
ΓΥΝΑΙΚΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ - "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ(weebly.com)
Φορεσιές – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΠΟΝΤΙΩΝ (kallitexnikistegipontion.gr)
Βιβλίο του Νίκου Ζουναρτζίδη “Συμβολή στην Έρευνα του Ποντιακού Χορού”
Ποντιακές Ενδυμασίες - Ένωση Ποντίων Ν.Σμύρνης - Δάφνης - Α.Δημητρίου "Η Μαύρη Θάλασσα" (mavrithalassa.org.gr)
ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ - "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ" (weebly.com)
ΓΥΝΑΙΚΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ - "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ(weebly.com)
Φορεσιές – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΠΟΝΤΙΩΝ (kallitexnikistegipontion.gr)