ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Ο Γέρον και η γραία
Η Λένα Σαββίδου όντας η συγγραφέας του ποντιακού παραμυθιού "Ο Γέρον και η γραία" εκφράζει ένα βαθύ παράπονό της. Μέσα από το παραμύθι αυτό μας περιγράφει βασιζόμενη στη δική της άποψη την πολυμορφία που έχουν τα παραμύθια ανάλογα με την ιστορία και τα βιώματά του κάθε λαού. Από γενιά σε γενιά και από εξιστόρηση σε εξιστόρηση τα παραμύθια περνούν την δική τους μοναδική μορφή και εξέλιξη καθώς και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ένωση των λαών. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως το μεγαλύτερο παράπονο της είναι πως τα παιδιά μεγαλώνουν με παραμύθια δυτικής προέλευσης.
Από την μεγάλη ποικιλία της ποντιακής βιβλιοθήκης παρουσιάζεται ένα από την περιοχή του Σταυρίν, το οποίο ανήκει στη συλλογή του Σταυριώτη και το πρωτοδημοσίευσαν «Τα Χρονικά του Πόντου» (έκδοση του συλλόγου «Αργοναύται Κομνηνοί») στο 23ο τεύχος τους, τον Φεβρουάριο του 54. Στην αρχική του δημοσίευση, το παραμύθι παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο. Παρακάτω παρουσιάζεται σε μια πιο αλλοιωμένη μορφή του, γιατί η οποιαδήποτε μετάφραση δεν μπορεί να επαναφέρει πίσω την αγάπη και την ομορφιά που αυτά τα κείμενα διαθέτουν.
Ακολουθεί το παραμύθι της συγγραφέας :Ο Γέρον και η γραία
Στα παλιά τα χρόνια και στους παλιούς καιρούς είχαν και οι Τούρκοι ραμαζάνια. Κύλησαν τα χρόνια και ένας γέρος και μια γριά είχαν ένα μικρό βόδι που πολύ το αγάπαγαν με όλη τους την ψυχή. Το αγαπούσαν σαν παιδί και το είχανε «μην αστράφτεις και μη βροντάς».
Κάποτε πέρασαν τα καλά τα χρόνια κι έφτασαν τα ανάποδα. Ήρθε φτώχεια κι ένδεια μεγάλη. Πείνα έπεσε. Ο γέρος και η γριά πείνασαν κι αυτοί.
Τι να έκαμαν; Η πείνα του σκύλου γέννημα είναι.
Πήρε ο γέρος πυρωμένο σίδερο, το έμπηξε στο μηρό του μικρού ζώου, έσταξε λίγο πάχος, το έβαλε σε ένα τάσι και το έδωσε στη γριά να μαγειρέψει. Έτσι έζησαν δυο τρεις ημέρες παραπάνω. Το λίπος όμως κάποτε τέλειωσε και ξαναπείνασαν.
Φώναξε ο γέρος τη γριά, της έδωσε το τάσι, πήρε κ αυτός το πυρωμένο σίδερο και πήγαν να ξαναπάρουν λίπος από το ζώο. Το μικρό βόδι σαν ένοιωσε το πυρωμένο σίδερο να το τρυπά κάηκε και πόνεσε και μην μπορώντας να κάμει κάτι άλλο τίναξε τα πίσω πόδια του. Το τίναγμα έριξε το τάσι από τα χέρια της γριάς και ξάπλωσε κάτω τον γέρο, φαρδύ πλατύ.
Εκείνος ήταν που ήταν γέρος, αδύναμος και πεινασμένος και στα πόδια του επάνω δεν μπορούσε να καλοσταθεί, έφαγε και την κλωτσιά κι έγινε χειρότερα. Έτρεξε η γριά και με το ζόρι τον ανασήκωσε. Ο γέρος κράτησε θυμό. Αφού αναπαύτηκε λίγο και ήρθε ο νους του στο κεφάλι του είπε: «Γριά, αυτό έτσι δεν γίνεται, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πήγαινε φέρε το μεγάλο το μαχαίρι κι ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα».
Η γριά στην αρχή δε θέλησε, ύστερα κοίταξε πως η πείνα δεν τραβιέται και πήγε έφερε το μαχαίρι. Έδεσαν του βοδιού τα πόδια και ο γέρος το έσφαξε.
Από το κρέας του, άλλο πάστωσαν, άλλο έκαμαν καβουρμά. Αφού έφαγαν κιόλας από το κρέας του καβουρμά, η γριά πήγε να πλύνει τα πιάτα. Ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι και συλλογιζόταν. «Χα καλό! Σήμερα φάγαμε και θα τρώμε ώσπου να τελειώσει το κρέας του βοδιού. Κι από εκεί και ύστερα; Ξανά θα πεθάνουμε από την πείνα!». Λογάριασε, ξαναλογάριασε και έβαλε στο νου του να «ξοδιάσει τη γριά» για να του φτάσει το κρέας περισσότερο καιρό.
-«Γριά», είπε, «πάρε τα έντερα και την κοιλιά και πάνε πλύνε τα καλά και φέρε τα. Πρόσεξε μην κοιτάς εδώ κι εκεί κι έρθει και τα αρπάξει αητός γιατί τότε άλλο στο σπίτι μη γυρίσεις. Κι αν έρθεις, μέσα δε θα σε βάλω. Θα σε σκοτώσω!» Η γριά πήρε τα έντερα και πήγε στο ρέμα. Έπλυνε, έπλυνε και τα έκαμε άσπρα σαν τα χιόνια και τα έβαλε πάνω σε καθαρή πέτρα να στεγνώσουν. Κοίταξε ολόγυρα, τίποτε δεν φαινόταν κι έσκυψε να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη την ώρα ζζζιιιίτ! κατέβηκε ένας αητός και άρπαξε τα έντερα.
Πέταξε ψηλά και κάθισε σε έναν βράχο επάνω. Η έρμη η γριά τρελάθηκε. Έτρεξε από πίσω του όσο μπορούσε και τον έφτασε στη ρίζα του βράχου που ο αετός καθόταν. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί:
-«Αητέ μου, αητέ μου! Δώσε μου τα έντερα. Αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες ένα κοτοπουλάκι να φάω;» είπε ο αητός.
Η γριά έτρεξε στην κότα και την παρακάλεσε.
-«Κότα, κότα, εσύ εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες μια χούφτα στάρι;» είπε η κότα.
Η γριά πήγε στο αλώνι και κλαίγοντας το παρακαλεί.
-«Αλώνι, αλώνι, εσύ εμένα στάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει.
-«Καμιά φορά με σκούπισες;» της είπε το αλώνι.
Η γριά έτρεξε στο δάσος.
-«Δάσος, δάσος! Εσύ σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-«Καμιά φορά ήρθες κλάδεψες τα κλαδιά μου;» τη ρώτησε το δάσος.
Η γριά καιρό δεν χάνει. Έτρεξε στον σιδερά.
-«Σιδερά, σιδερά! Εσύ σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες λίγο γιαούρτι;» Είπε θυμωμένος ο σιδεράς.
Η γριά έτρεξε στην αγελάδα.
-«Αγελάδα, αγελάδα! Εσύ σε εμένα γιαούρτι, εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες μια αγκαλιά λιβαδόχορτο;» είπε η αγελάδα.
Η γριά κουρασμένη, κατασκοτωμένη, πήγε στο λιβάδι.
-«Λιβάδι, λιβάδι, εσύ εμένα χορτάρι, εγώ στην αγελάδα χορτάρι, η αγελάδα σε εμένα γιαούρτι, , εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-Καμιά φορά μου έφερες ένα κουτάλι νερό και με πότισες;» είπε το λιβάδι.
Η γριά πήγε στο ποτάμι. Δεν πρόφτασε να παρακαλέσει το νερό γιατί έτρεχε γρήγορα. Γέμισε ένα κατσαρολάκι νερό και πήγε πότισε το λιβάδι, πήρε χορτάρια κι έδωσε στην αγελάδα. Άρμεξε το ζώο, έφτιαξε γιαούρτι, το έφερε στο σιδερά, πήρε τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Έκοψε ξερά κλαδιά κι έφτιαξε σκούπα, σκούπισε το αλώνι και πήρε σιτάρι, τάισε την κότα και πήρε κοτοπουλάκι, έτρεξε το έδωσε στον αητό και πήρε τα έντερα. Αργοπορημένη πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα.
Ο γέρος λογάριασε πως αφού άργησε τόσο η γριά, άλλο δεν θα έρθει. Έφαγε και κοιμήθηκε.
Κρύος καιρός ήταν και άρχισε να χιονίζει. Η γριά παγωμένη η καημένη χτυπά δυνατά στην πόρτα και φωνάζει:
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε, ξεκίνησε να χιονίζει!
-Περίμενε, ας έρθει το χιόνι ως τα γόνατα σου.
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε μου, ήρθε ως τα γόνατα μου.
-Περίμενε να έρθει ως τη μέση σου κι έπειτα σου ανοίγω.
Η γριά άλλο δεν μίλησε. Την έκλεισε μέσα του το χιόνι, πάγωσε κι εκεί έμεινε. Ο γέρος από τη χαρά του πήγε ζέστανε λίγο καβουρμά, έφαγε ξανά και έπεσε στον βαθύ τον ύπνο. Στα μεσάνυχτα επάνω κάτι έπαθε ο γέρος. Τον έπιασε κοιλόπονος. Τσιρίζει, φωνάζει «Γριά! Γριά!». Κανείς δεν του απαντά.
Τώρα του ρθε στο νου η γριά και πήγε να άνοιξε την πόρτα. Το σύρτη δεν μπόρεσε να τον σύρει κι έπεσε κάτω κι έτσι με το αχ και το βαχ, βγήκε η ψυχή του εκεί στην πόρτα.
Η γριά πέθανε από την πείνα και το κρύο κι ο γέρος πέθανε από το πολύ φαΐ και τη ζέστη.
Στην παραπάνω μετάφραση του ποιήματος, παρόλο που είναι ελεύθερη, μένει σταθερό το νόημα της ποντιακής διαλέκτου χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα των λέξεων ή η σύνταξή τους.
Αυτή η κίνηση καθιστά την παραπάνω μετάφραση πολύ επιτυχημένη και σταθερή στον νόημα των λέξεων. Παρότι δεν είναι σύνηθες να γίνεται, η παραπάνω απόφαση του συγγραφέα προσδίδει μια ομορφιά και ζεστασιά στον αναγνώστη.
Η Λένα Σαββίδου όντας η συγγραφέας του ποντιακού παραμυθιού "Ο Γέρον και η γραία" εκφράζει ένα βαθύ παράπονό της. Μέσα από το παραμύθι αυτό μας περιγράφει βασιζόμενη στη δική της άποψη την πολυμορφία που έχουν τα παραμύθια ανάλογα με την ιστορία και τα βιώματά του κάθε λαού. Από γενιά σε γενιά και από εξιστόρηση σε εξιστόρηση τα παραμύθια περνούν την δική τους μοναδική μορφή και εξέλιξη καθώς και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ένωση των λαών. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως το μεγαλύτερο παράπονο της είναι πως τα παιδιά μεγαλώνουν με παραμύθια δυτικής προέλευσης.
Από την μεγάλη ποικιλία της ποντιακής βιβλιοθήκης παρουσιάζεται ένα από την περιοχή του Σταυρίν, το οποίο ανήκει στη συλλογή του Σταυριώτη και το πρωτοδημοσίευσαν «Τα Χρονικά του Πόντου» (έκδοση του συλλόγου «Αργοναύται Κομνηνοί») στο 23ο τεύχος τους, τον Φεβρουάριο του 54. Στην αρχική του δημοσίευση, το παραμύθι παρουσιάστηκε στην Ποντιακή διάλεκτο. Παρακάτω παρουσιάζεται σε μια πιο αλλοιωμένη μορφή του, γιατί η οποιαδήποτε μετάφραση δεν μπορεί να επαναφέρει πίσω την αγάπη και την ομορφιά που αυτά τα κείμενα διαθέτουν.
Ακολουθεί το παραμύθι της συγγραφέας :Ο Γέρον και η γραία
Στα παλιά τα χρόνια και στους παλιούς καιρούς είχαν και οι Τούρκοι ραμαζάνια. Κύλησαν τα χρόνια και ένας γέρος και μια γριά είχαν ένα μικρό βόδι που πολύ το αγάπαγαν με όλη τους την ψυχή. Το αγαπούσαν σαν παιδί και το είχανε «μην αστράφτεις και μη βροντάς».
Κάποτε πέρασαν τα καλά τα χρόνια κι έφτασαν τα ανάποδα. Ήρθε φτώχεια κι ένδεια μεγάλη. Πείνα έπεσε. Ο γέρος και η γριά πείνασαν κι αυτοί.
Τι να έκαμαν; Η πείνα του σκύλου γέννημα είναι.
Πήρε ο γέρος πυρωμένο σίδερο, το έμπηξε στο μηρό του μικρού ζώου, έσταξε λίγο πάχος, το έβαλε σε ένα τάσι και το έδωσε στη γριά να μαγειρέψει. Έτσι έζησαν δυο τρεις ημέρες παραπάνω. Το λίπος όμως κάποτε τέλειωσε και ξαναπείνασαν.
Φώναξε ο γέρος τη γριά, της έδωσε το τάσι, πήρε κ αυτός το πυρωμένο σίδερο και πήγαν να ξαναπάρουν λίπος από το ζώο. Το μικρό βόδι σαν ένοιωσε το πυρωμένο σίδερο να το τρυπά κάηκε και πόνεσε και μην μπορώντας να κάμει κάτι άλλο τίναξε τα πίσω πόδια του. Το τίναγμα έριξε το τάσι από τα χέρια της γριάς και ξάπλωσε κάτω τον γέρο, φαρδύ πλατύ.
Εκείνος ήταν που ήταν γέρος, αδύναμος και πεινασμένος και στα πόδια του επάνω δεν μπορούσε να καλοσταθεί, έφαγε και την κλωτσιά κι έγινε χειρότερα. Έτρεξε η γριά και με το ζόρι τον ανασήκωσε. Ο γέρος κράτησε θυμό. Αφού αναπαύτηκε λίγο και ήρθε ο νους του στο κεφάλι του είπε: «Γριά, αυτό έτσι δεν γίνεται, θα πεθάνουμε από την πείνα. Πήγαινε φέρε το μεγάλο το μαχαίρι κι ας σφάξουμε του σκύλου το γέννημα».
Η γριά στην αρχή δε θέλησε, ύστερα κοίταξε πως η πείνα δεν τραβιέται και πήγε έφερε το μαχαίρι. Έδεσαν του βοδιού τα πόδια και ο γέρος το έσφαξε.
Από το κρέας του, άλλο πάστωσαν, άλλο έκαμαν καβουρμά. Αφού έφαγαν κιόλας από το κρέας του καβουρμά, η γριά πήγε να πλύνει τα πιάτα. Ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι και συλλογιζόταν. «Χα καλό! Σήμερα φάγαμε και θα τρώμε ώσπου να τελειώσει το κρέας του βοδιού. Κι από εκεί και ύστερα; Ξανά θα πεθάνουμε από την πείνα!». Λογάριασε, ξαναλογάριασε και έβαλε στο νου του να «ξοδιάσει τη γριά» για να του φτάσει το κρέας περισσότερο καιρό.
-«Γριά», είπε, «πάρε τα έντερα και την κοιλιά και πάνε πλύνε τα καλά και φέρε τα. Πρόσεξε μην κοιτάς εδώ κι εκεί κι έρθει και τα αρπάξει αητός γιατί τότε άλλο στο σπίτι μη γυρίσεις. Κι αν έρθεις, μέσα δε θα σε βάλω. Θα σε σκοτώσω!» Η γριά πήρε τα έντερα και πήγε στο ρέμα. Έπλυνε, έπλυνε και τα έκαμε άσπρα σαν τα χιόνια και τα έβαλε πάνω σε καθαρή πέτρα να στεγνώσουν. Κοίταξε ολόγυρα, τίποτε δεν φαινόταν κι έσκυψε να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη την ώρα ζζζιιιίτ! κατέβηκε ένας αητός και άρπαξε τα έντερα.
Πέταξε ψηλά και κάθισε σε έναν βράχο επάνω. Η έρμη η γριά τρελάθηκε. Έτρεξε από πίσω του όσο μπορούσε και τον έφτασε στη ρίζα του βράχου που ο αετός καθόταν. Άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί:
-«Αητέ μου, αητέ μου! Δώσε μου τα έντερα. Αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες ένα κοτοπουλάκι να φάω;» είπε ο αητός.
Η γριά έτρεξε στην κότα και την παρακάλεσε.
-«Κότα, κότα, εσύ εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, αν όχι, πάω στο γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έδωσες μια χούφτα στάρι;» είπε η κότα.
Η γριά πήγε στο αλώνι και κλαίγοντας το παρακαλεί.
-«Αλώνι, αλώνι, εσύ εμένα στάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει.
-«Καμιά φορά με σκούπισες;» της είπε το αλώνι.
Η γριά έτρεξε στο δάσος.
-«Δάσος, δάσος! Εσύ σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-«Καμιά φορά ήρθες κλάδεψες τα κλαδιά μου;» τη ρώτησε το δάσος.
Η γριά καιρό δεν χάνει. Έτρεξε στον σιδερά.
-«Σιδερά, σιδερά! Εσύ σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες λίγο γιαούρτι;» Είπε θυμωμένος ο σιδεράς.
Η γριά έτρεξε στην αγελάδα.
-«Αγελάδα, αγελάδα! Εσύ σε εμένα γιαούρτι, εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και με σκοτώνει!»
-«Καμιά φορά μου έφερες μια αγκαλιά λιβαδόχορτο;» είπε η αγελάδα.
Η γριά κουρασμένη, κατασκοτωμένη, πήγε στο λιβάδι.
-«Λιβάδι, λιβάδι, εσύ εμένα χορτάρι, εγώ στην αγελάδα χορτάρι, η αγελάδα σε εμένα γιαούρτι, , εγώ στον σιδερά γιαούρτι, ο σιδεράς σε εμένα τσεκούρι, εγώ στο δάσος τσεκούρι, το δάσος σε εμένα σκούπα, εγώ στο αλώνι σκούπα, το αλώνι σε εμένα σιτάρι, εγώ την κότα σιτάρι, η κότα εμένα πουλί, εγώ τον αητό πουλί, ο αητός σε μένα έντερα, πάω στον γέρο και μέσα δε με βάζει!»
-Καμιά φορά μου έφερες ένα κουτάλι νερό και με πότισες;» είπε το λιβάδι.
Η γριά πήγε στο ποτάμι. Δεν πρόφτασε να παρακαλέσει το νερό γιατί έτρεχε γρήγορα. Γέμισε ένα κατσαρολάκι νερό και πήγε πότισε το λιβάδι, πήρε χορτάρια κι έδωσε στην αγελάδα. Άρμεξε το ζώο, έφτιαξε γιαούρτι, το έφερε στο σιδερά, πήρε τσεκούρι και πήγε στο δάσος. Έκοψε ξερά κλαδιά κι έφτιαξε σκούπα, σκούπισε το αλώνι και πήρε σιτάρι, τάισε την κότα και πήρε κοτοπουλάκι, έτρεξε το έδωσε στον αητό και πήρε τα έντερα. Αργοπορημένη πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα.
Ο γέρος λογάριασε πως αφού άργησε τόσο η γριά, άλλο δεν θα έρθει. Έφαγε και κοιμήθηκε.
Κρύος καιρός ήταν και άρχισε να χιονίζει. Η γριά παγωμένη η καημένη χτυπά δυνατά στην πόρτα και φωνάζει:
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε, ξεκίνησε να χιονίζει!
-Περίμενε, ας έρθει το χιόνι ως τα γόνατα σου.
-Γέρο, γέρο! Άνοιξε μου, ήρθε ως τα γόνατα μου.
-Περίμενε να έρθει ως τη μέση σου κι έπειτα σου ανοίγω.
Η γριά άλλο δεν μίλησε. Την έκλεισε μέσα του το χιόνι, πάγωσε κι εκεί έμεινε. Ο γέρος από τη χαρά του πήγε ζέστανε λίγο καβουρμά, έφαγε ξανά και έπεσε στον βαθύ τον ύπνο. Στα μεσάνυχτα επάνω κάτι έπαθε ο γέρος. Τον έπιασε κοιλόπονος. Τσιρίζει, φωνάζει «Γριά! Γριά!». Κανείς δεν του απαντά.
Τώρα του ρθε στο νου η γριά και πήγε να άνοιξε την πόρτα. Το σύρτη δεν μπόρεσε να τον σύρει κι έπεσε κάτω κι έτσι με το αχ και το βαχ, βγήκε η ψυχή του εκεί στην πόρτα.
Η γριά πέθανε από την πείνα και το κρύο κι ο γέρος πέθανε από το πολύ φαΐ και τη ζέστη.
Στην παραπάνω μετάφραση του ποιήματος, παρόλο που είναι ελεύθερη, μένει σταθερό το νόημα της ποντιακής διαλέκτου χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα των λέξεων ή η σύνταξή τους.
Αυτή η κίνηση καθιστά την παραπάνω μετάφραση πολύ επιτυχημένη και σταθερή στον νόημα των λέξεων. Παρότι δεν είναι σύνηθες να γίνεται, η παραπάνω απόφαση του συγγραφέα προσδίδει μια ομορφιά και ζεστασιά στον αναγνώστη.
Ποντιακό Παραμύθι - Το Πουλί που Έκανε τα Χρυσά Αβγά
Αυτό που ο θεός γράφει, δεν ξεγράφεται
Το συγκεκριμένο παραμύθι παρουσιάστηκε στην ποντιακή διάλεκτο τον Φεβρουάριο του 1954, μέσα από τα «Χρονικά του Πόντου», που εξέδιδε τότε, ο σύλλογος Ποντίων «Αργοναύτες Κομνηνοί». Πρόκειται για παραμύθι της περιοχής Χαλδίας που το κατέγραψε και το απέδωσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης.
Ακολουθεί το παραμύθι μεταφρασμένο:
Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί ἀχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν πως όταν πεθάνει θα αφήσει πίσω του διάδοχο «πεδιξασμένον». Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του να του δώσει την άδεια να περιδιαβεί στο βασίλειο του πατέρα του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του, να δει τα «ἀτέτα» τους, τις συνήθειες τους δηλαδή, να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του όμορφα. Ο πατέρας του, του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «ἐπροβόδωσεν».
Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα», ρούχα δηλαδή, χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες επάνω, πήγε σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε. «Καλώς το βασιλόπουλο απάντησε ο γέροντας και ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε: «πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;» -«Εγώ», είπε ο γέρος, «ξέρω του καθενός την τύχη!»
Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί κι ο γέροντας του πρόβλεψε: «Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου».Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει, γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει. Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του χε πει ο γέροντας μάντης.
Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι μα τόσο πολύ φτωχοί που «πεντικός ἀπέσ’ ’ς ὀσπίτ’ν ἀτουν ’κ ἐλευροῦτον», δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει να φάει. Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεοῦ» κι έφαγαν και διασκέδασαν.
Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή: «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό». Ρώτησε ο νέος ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και πως ήταν εφτά χρονών και πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε.
Ο νεαρός κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του, όπως του είχε προβλέψει ο γέρος μάντης κι έβαλε στο νου του να τη σκοτώσει. Και τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν», ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή και σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες έφυγε τρέχοντας και ξεχνώντας τα φλουριά του κάτω από το μαξιλάρι του.
Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «ἐπῆγεν ἐξώφυλλα» -δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της- και καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί και πήρε ανάσα και «ἐκούγιξεν»: «Μάνα έλα, κάτι έπαθα!»
Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παλληκάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της κι έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά. Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης τους το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά.
Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας κι όποιος έφτανε στα μέρη τους πήγαινε στον οντά τους κι έτρωγε κι έπινε και κοιμόταν και τους ευχόταν και μετά έφευγε. Όλος ο κόσμος άρχισε να το συζητά το καλό που έκαμαν. Ήταν καλό Χριστιανικό που ούτε ο βασιλιάς το έκαμε. Σαν το έμαθε ο βασιλιάς στέλνει στο χωριό το γιο του να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ», θεοφιλές έργο δηλαδή.
Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως.
Κάθησε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο κι έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκαμε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του κι έστειλε τον έμπιστο του ανθρώπου και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα και στις 40 ημέρες επάνω, έκαμαν και τη «χαρά».
«Ντο καιρόν ντό ἐπαρεθέκαν άτ’ς», όταν βρέθηκαν μόνοι θα λέγαμε σήμερα εμείς, ο νεαρός είδε τη «συχνα» το σημάδι δηλ του μαχαιριού στης κοπέλας την κοιλιά και την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε αυτή τέτοιο σημάδι πάνω της.
Η κοπέλα «σιφτέν ’κε θέλεσεν», στην αρχή δεν θέλει, αλλά μετά τα παρακάλια του, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε, αλλά ο θεός τη λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε. Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά.
Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» και έζησαν καλά και ευτυχισμένα και βγήκε και ο λόγος που λέει: «Ὁ Θεός ντό γράφτ’ ’κι’ ἀπογράφκεται».
Ακολουθεί το παραμύθι μεταφρασμένο:
Έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε γιο «κιαμούλ καί ἀχουλούν», φρόνιμο κι έξυπνο δηλαδή. Ο βασιλιάς χαιρόταν πως όταν πεθάνει θα αφήσει πίσω του διάδοχο «πεδιξασμένον». Στα κάμποσα χρόνια επάνω, ο γιος του βασιλιά παρακάλεσε τον πατέρα του να του δώσει την άδεια να περιδιαβεί στο βασίλειο του πατέρα του και να γνωρίσει τους ανθρώπους του, να δει τα «ἀτέτα» τους, τις συνήθειες τους δηλαδή, να μάθει πολλά πράγματα και να κυβερνήσει κι εκείνος σαν τον πατέρα του όμορφα. Ο πατέρας του, του έδωσε την άδεια και ένα σακούλι με λίρες και τον «ἐπροβόδωσεν».
Το βασιλόπουλο για να μην τον γνωρίσουν φόρεσε «λώματα», ρούχα δηλαδή, χωριάτικα. Κρέμασε στη μέση του ένα σπαθί και βγήκε στο δρόμο. Στις δύο ημέρες επάνω, πήγε σε μία πολιτεία και είδε πως ένας άνθρωπος έγραφε πάνω σε κομμάτια χαρτιού δυο τρία λόγια και τα πετούσε στη θάλασσα. Τον πλησίασε και τον καλημέρισε. «Καλώς το βασιλόπουλο απάντησε ο γέροντας και ο νεαρός θαύμασε και τον ρώτησε: «πώς γνωρίζεις που είμαι βασιλόπουλο;» -«Εγώ», είπε ο γέρος, «ξέρω του καθενός την τύχη!»
Έβγαλε τότε το βασιλόπουλο και του έδωσε ένα φλουρί κι ο γέροντας του πρόβλεψε: «Σε ένα χωριό που θα πας, θα βρεις ένα εφτάχρονο κορίτσι άρρωστο, που θα την πάρεις για γυναίκα σου».Ξαναθαύμασε την ικανότητα του γέροντα το βασιλόπουλο και έβαλε στο νου του να πάει να βρει το κορίτσι και να το σκοτώσει, γιατί άρρωστη γυναίκα δεν ήθελε να πάρει. Αφού γύρισε αρκετά χωριά, κάποτε έφτασε μουσαφίρης και στο χωριό που του χε πει ο γέροντας μάντης.
Οι οικοδεσπότες που τον δέχθηκαν στο σπίτι τους ήταν άνθρωποι γελαστοί και φιλόξενοι μα τόσο πολύ φτωχοί που «πεντικός ἀπέσ’ ’ς ὀσπίτ’ν ἀτουν ’κ ἐλευροῦτον», δηλαδή και το ποντίκι νηστικό έμενε στο σπίτι αυτό μιας κι ούτε καν αλεύρι δεν μπορούσε να βρει να φάει. Τους λυπήθηκε το βασιλόπουλο και έβγαλε και τους έδωσε ένα φλουρί κι αυτοί πήγαν κι αγόρασαν «το κάλλος του Θεοῦ» κι έφαγαν και διασκέδασαν.
Εκεί που έτρωγαν ακούσανε μια φωνή: «Μάνα, φέρε μου λίγο νερό». Ρώτησε ο νέος ποιος τους φώναξε κι εκείνοι του είπαν πως είχαν μια κόρη που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και πως ήταν εφτά χρονών και πολύ άρρωστη και δεν πέθαινε να σωθούνε.
Ο νεαρός κατάλαβε αμέσως πως αυτή ήταν η τύχη του, όπως του είχε προβλέψει ο γέρος μάντης κι έβαλε στο νου του να τη σκοτώσει. Και τη νύχτα, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του κοριτσιού σηκώθηκε κρυφά, κοίταξε και είδε πως σε μια κούνια μέσα κοιμάται ένα «μεχλέντς, άρρωστο και νεραξίαν», ένα μικρό άρρωστο σίχαμα δηλαδή και σήκωσε το σπαθί του και το κάρφωσε στου μωρού την κοιλιά. Φοβούμενος τις συνέπειες έφυγε τρέχοντας και ξεχνώντας τα φλουριά του κάτω από το μαξιλάρι του.
Ο Θεός όμως δεν ξέχασε το πλάσμα του και το μαχαίρι «ἐπῆγεν ἐξώφυλλα» -δεν κατόρθωσε να επιφέρει το θάνατο της- και καθώς το κορίτσι είχε στην κοιλιά του μια άσχημη πληγή σύρθηκε κι έτρεξαν από μέσα αίματα και φαρμάκια μαζί και πήρε ανάσα και «ἐκούγιξεν»: «Μάνα έλα, κάτι έπαθα!»
Έτρεξαν οι γονείς της και βρήκαν το μαχαίρι. Τους είπε τότε η κοπέλα πως ένα παλληκάρι το κάρφωσε στην κοιλιά της κι έτσι έτρεξαν έξω τα δηλητήρια κι έγινε καλά. Κατάλαβαν πως ο μουσαφίρης τους το έκανε κι έτρεξαν στο δωμάτιο του μα εκεί βρήκαν μόνο τα φλουριά.
Με τις λίρες που βρήκαν έχτισαν ένα μεγάλο χώρο φιλοξενίας κι όποιος έφτανε στα μέρη τους πήγαινε στον οντά τους κι έτρωγε κι έπινε και κοιμόταν και τους ευχόταν και μετά έφευγε. Όλος ο κόσμος άρχισε να το συζητά το καλό που έκαμαν. Ήταν καλό Χριστιανικό που ούτε ο βασιλιάς το έκαμε. Σαν το έμαθε ο βασιλιάς στέλνει στο χωριό το γιο του να δει ποιος ήταν αυτός που έκανε τέτοιο «σοχρέτ», θεοφιλές έργο δηλαδή.
Όταν έφθασε εκεί ο γιος του βασιλιά, είδε μια όμορφη και χιλιέμορφη κοπέλα να κάθεται στο μπαλκόνι και να κεντά ένα μαντήλι. Από την ομορφιά της έλαμπε σαν τον ήλιο και την αγάπησε αμέσως.
Κάθησε λίγες ημέρες στον τόπο εκείνο κι έπειτα γύρισε και ζήτησε από τον πατέρα του να στείλει προξενητάδες και να τον αρραβωνιάσουν με την κοπέλα που αγάπησε. Τι να έκαμε κι ο βασιλιάς; Εκπλήρωσε το χατίρι του γιου του κι έστειλε τον έμπιστο του ανθρώπου και αρραβώνιασε το γιο του με την κοπέλα και στις 40 ημέρες επάνω, έκαμαν και τη «χαρά».
«Ντο καιρόν ντό ἐπαρεθέκαν άτ’ς», όταν βρέθηκαν μόνοι θα λέγαμε σήμερα εμείς, ο νεαρός είδε τη «συχνα» το σημάδι δηλ του μαχαιριού στης κοπέλας την κοιλιά και την παρακάλεσε να του πει πως έγινε και είχε αυτή τέτοιο σημάδι πάνω της.
Η κοπέλα «σιφτέν ’κε θέλεσεν», στην αρχή δεν θέλει, αλλά μετά τα παρακάλια του, του είπε πως ένας κλέφτης πήγε κι έμεινε κάποτε στο σπίτι τους κι εκείνος τη μαχαίρωσε, αλλά ο θεός τη λυπήθηκε και κακό δεν έπαθε. Μοναχά τα δηλητήρια που την κρατούσαν άρρωστη έτρεξαν έξω κι έτσι έγινε καλά.
Τότε ο νεαρός, έπεσε στα χέρια της και της είπε πως εκείνος έκανε το κακό και «εψαλάφεσεν συγχώρησιν» και έζησαν καλά και ευτυχισμένα και βγήκε και ο λόγος που λέει: «Ὁ Θεός ντό γράφτ’ ’κι’ ἀπογράφκεται».